Skip to content Skip to sidebar Skip to footer
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε αυτό το βιβλίο; Υπάρχει κάποιο αρχικό ερέθισμα;

Η αλήθεια είναι ότι η γραφή αποτελεί τη βασική μου επαγγελματική δραστηριότητα. Όχι όμως η λογοτεχνία. Αισθανόμουν πάντα μία συστολή προς τους συγγραφείς, και ακόμη «χειρότερα», ένα δέος προς τους ποιητές. Οπότε είχα επικεντρωθεί σε ένα είδος διαφημιστικής γραφής, το οποίο έφερνε και άμεσο οικονομικό αντίκρισμα.

Ξεκίνησα να σκέφτομαι αυτή την ιστορία όταν η μεγάλη μου κόρη ήταν περίπου 3 ετών. Και τα δυο μου παιδιά είναι παιδιά με φαντασία, και το συγκεκριμένο παιδί είναι το πρώτο «πειραματόζωο» στις δικές μου αναζητήσεις με τον κόσμο των παραμυθιών.

Παρατηρούσα τα μάτια της ν’ αστράφτουν κάθε φορά που περιέγραφα μία σκηνή, να γελάει σπαρταριστά όταν άκουγε τις φωνές των ηρώων, και θεωρούσα τότε ότι η συγκεκριμένη ιστορία θα γίνονταν ένα οικογενειακό κειμήλιο, μια ανάμνηση για τα κορίτσια μου.

Και τα χρόνια πέρασαν, και κάποια στιγμή, ένα χρόνο πριν την πανδημία, ξαφνικά, πάνω σε μία μηχανή, άρχισαν να με βομβαρδίζουν οι εικόνες από το συγκεκριμένο βιβλίο. Μου πήρε περίπου 2 μέρες να το γράψω. Και σχεδόν 2 χρόνια ώστε να το στείλω στον εκδότη μου. Ε, τα υπόλοιπα μετά απλώς συνέβησαν γρήγορα.

Ποιο θεωρείτε  ότι είναι το βαθύτερο θέμα που σας απασχόλησε γράφοντας το βιβλίο;

Σε ό,τι αφορά στην πλοκή της ιστορίας, ειλικρινά δεν με απασχόλησε τίποτε. Με απασχόλησαν πολλά όμως στην εξέλιξη της ίδιας της γραφής της.

Σε μία δεύτερη ανάγνωση, ανακάλυψα ότι ο λόγος μου, σε σημεία,  δεν ήταν συμπεριληπτικός. Οπότε υπάρχει ένα μέρος της ιστορίας που άλλαξε, για να ξεπλύνω από τη γραφή μου τις «ταμπέλες» που ασυνείδητα είχα κολλήσει στις λέξεις, στα φύλα, και στις έννοιές μου.

Ένα επόμενο θέμα ήταν αν προέκυπταν έκδηλα δικές μου προβολές στην πλοκή. Προβολές με τις οποίες θα κινδύνευε ένα παιδί να συνυφανθεί και ενδεχομένως αυτό να μην ήταν σωστό. Υπήρχε, λοιπόν, ένα τέτοιο σημείο, οπότε του λείανα λιγάκι τις «γωνίες» του.

Κάτι που με απασχόλησε εξίσου -και το άκουσα και μετά σε κριτική μιας εκπαιδευτικού- ήταν το γεγονός ότι χρησιμοποιώ «δύσκολες» λέξεις, όπως για παράδειγμα τη λέξη «μονόκλ». Ισχύει, μπορεί να χρησιμοποιώ λέξεις που δύσκολα συναντώνται, αλλά δεν πειράζει. Προτιμώ να ρωτήσει ένα παιδί τι σημαίνει «μονόκλ» και να αρχίσει να φαντάζεται τη δική του ιστορία πίσω από ένα παλιομοδίτικο αντικείμενο, ίσως να έχει περισσότερη πλάκα έτσι.

Αν θέλατε να συστήσετε το βιβλίο σας στους αναγνώστες που δεν γνωρίζουν τίποτε για σας, με ποια λόγια θα το παρουσιάζατε;

Μια ιστορία μυστηρίου, όπου ο πιο πολυμήχανος ντετέκτιβ όλων των εποχών, ο Λάρι Μαξιλάρι, ανακαλύπτει τον ένοχο πίσω από μια παράξενη ληστεία.

Ποιος άραγε να έκλεψε τα πούπουλα της συλλογής με τα 1624 μαξιλάρια του παππού Ηλία και της γιαγιάς Ευτέρπης; Ποιος να είναι ο ένοχος πίσω από αυτή την αλλοΚΟΚΟτη ληστεία;

Υπάρχει κάτι που ανακαλύψατε κατά τη συγγραφή του βιβλίου;

Κυρίως ότι η συγγραφή ενός παιδικού βιβλίου είναι ίσως η μεγαλύτερη πράξη ευθύνης. Χρειάζεται αφοσίωση, ευσυνειδησία και κυρίως μεγάλη προσοχή.

Ένας παιδικός κόσμος χτίζεται από  φαντασία, ειλικρίνεια, αθωότητα, αλήθεια. Όλα είναι διαφορετικά σε αυτόν εκεί τον κόσμο, όλα είναι αλλιώτικα. Και ξαφνικά, ερχόμαστε εμείς οι μεγάλοι, με την μεγάλη, αυτάρεσκη πεποίθηση ότι η δική μας φαντασία θα είναι αυτή που θα κατακτήσει τον κόσμο ενός παιδιού. Ε, αυτό δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε αποτέλεσμα μιας αχαλίνωτης φαντασίας, ούτε μιας μαγικής συνταγής. Αυτό είναι κάτι που απαιτεί από τη βάση του σεβασμό, ηθική και μεγάλη συνειδητότητα.

Ποιες προκλήσεις κρύβει η γραφή;

Έγραψα πρόσφατα ένα άρθρο για το Σύνδρομο του Απατεώνα (ή αλλιώς The impostor Syndrome) και πώς αυτό εκφράζεται στο εργασιακό περιβάλλον. Σύμφωνα με αυτό το σύνδρομο, ένας άνθρωπος νομίζει ότι η επιτυχία του οφείλεται στην τύχη κι όχι στις πραγματικές του ικανότητες. Τα άτομα που βιώνουν το σύνδρομο, αισθάνονται ότι δεν αξίζουν τα επιτεύγματά τους κι ότι, όπου να ναι, θα αποκαλυφθεί η «απάτη» τους.

Εκτός λοιπόν από τον φόβο μην και στερέψει η κάνουλα της σκέψης και της φαντασίας, θεωρώ ότι το σύνδρομο του απατεώνα, είναι μία από τις σκληρές προκλήσεις που κρύβει η γραφή. Όπως και να έχει το δουλεύουμε, όσοι το έχουμε συνειδητοποιήσει, και προχωράμε!

Πείτε μας 3 τίτλους βιβλίων και 3 συγγραφείς που σας επηρέασαν.

Δεν ξέρω αν με έχει επηρεάσει κάποιος τίτλος ή συγκεκριμένος συγγραφέας για το βιβλίο μου. Η σκληρή αλήθεια είναι ότι δεν είμαι από αυτούς τους ανθρώπους με τις αξιοζήλευτα μεγάλες βιβλιοθήκες και τους βαρύγδουπους τίτλους. Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία του Χρήστου Χωμενίδη, λατρεύω τη «Νίκη», τον Μίλο Μανάρα και κάποια περίοδο πήγαινα δώρο σε όλα τα παιδικά πάρτι τα «Χέγια» και μετά τα άπαντα της Ζωρζ Σαρή.