Κατσώνης Λάμπρος (1752-1805)
Ο Πλοίαρχος Α’ Τάξεως και Ιππότης του Στρατιωτικού Παρασήμου του Αγ. Γεωργίου Δ’ Τάξεως Λάμπρος Δημητρίου Κατσώνης γεννήθηκε στη Λιβαδειά το 1752.
Σύντομο ιστορικό
Είναι άγνωστες οι λεπτομέρειες της οικογένειας, αλλά μαρτυρείται ότι μετά από κάποιο επεισόδιο με Τούρκο αξιωματούχο της περιοχής, ο Λάμπρος σε ηλικία περίπου 17 χρόνων, μαζί με τον πατέρα του καταδιωκόμενοι διέφυγαν μέσω Ύδρας στη Ζάκυνθο. Εκεί ο Κατσώνης ξεκίνησε το ναυτικό του επάγγελμα ταξιδεύοντας, φθάνοντας μέχρι τον Εύξεινο Πόντο.
Στα 1770 ο Λάμπρος κατετάγη στο Λιβόρνο εθελοντής στις Ρωσικές Δυνάμεις. Συμμετέχει στον Α’ Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1769-1774) – τα Ορλωφικά – στην Πελοπόννησο, ως ναύτης, και λόγω των ικανοτήτων που έδειξε προάγεται σε Υπαξιωματικό. Έτσι άρχισε μια στρατιωτική σταδιοδρομία 35 ετών στο Ρωσικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό. Στα Ορλωφικά τον ακολουθεί και ένας αδελφός του (δεν είναι γνωστό το όνομά του), που σκοτώθηκε όμως στον πόλεμο αυτό.
Μετά τα Ορλωφικά επέστρεψε με το Ρωσικό Στόλο και εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους Έλληνες στην Κριμαία (Γενί Καλέ-Κέρτς). Έλαβε δραστήρια μέρος στην υπεράσπιση της Κριμαίας από τους Τούρκους, διεκπεραίωσε με επιτυχία αποστολή στην Περσία και έλαβε ενεργά μέρος στη δημιουργία του Τάγματος της Μπαλακλάβα, επιχειρήσεις οχυρού Οτσακόβ, διακρινόμενος και αμειβόμενος για την αποτελεσματική δράση του διαδοχικά με προαγωγές μέχρι του βαθμού του Λοχαγού (1786).
Το 1787, με πρόταση του Αρχιστρατήγου Γρηγόρη Πατιόμκιν, προάγεται από την Αυτοκράτειρα Αικατερίνη ΙΙ, τη Μεγάλη, σε Ταγματάρχη και αποστέλλεται, μετά από δική του πρωτοβουλία στη Μεσόγειο. Αποστολή του Ταγματάρχη Λ. Κατσώνη στην αρχή είναι να προετοιμάσει Δύναμη πλοίων που θα πολεμούν τον Οθωμανικό Στόλο μέχρι να φθάσει στα νερά της Μεσογείου ο συγκροτημένος Ρωσικός Στόλος από τη Βαλτική.
Στην Τεργέστη όπου έφθασε, με χρήματα ομογενών, δικά του που δανείζεται από τοπικούς οικονομικούς παράγοντες και δάνειο Ρώσων αξιωματικών υπό τον Υποστράτηγο Ν. Μορντβίνοβ, αγοράζει μεταχειρισμένο πλοίο, το ονομάζει «Αθηνά της Άρκτου» και μαζί με δύο άλλα μικρά εμπορικά μετασκευασμένα σε πολεμικά πλοία, έχοντας Ρωσικά Καταδρομικά Διπλώματα, ξεκινά την Καταδρομική-Κουρσάρικη δράση του.
Σε λιγότερο από 3 μήνες έχει συγκροτήσει Στολίσκο με 10 καταδρομικά πλοία. Σε έγγραφη αναφορά του Λάμπρου της 31ης Οκτωβρίου 1788 υπάρχει λεπτομερής περιγραφή του ιδίου για το πώς ‘έχτισε’ την πρώτη του Ναυτική Δύναμη στο Αρχιπέλαγος , δηλαδή «…με το πολεμικό μου χέρι…», όπως γράφει χαρακτηριστικά!
Επιχειρεί από το Ιόνιο στο Αρχιπέλαγος (Αιγαίο) μέχρι την Κύπρο και τη Συρία, γενόμενος ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων και όσων βοηθούν το Οθωμανικό καθεστώς. Ο πόλεμος όμως που ξεσπάει μεταξύ Ρωσίας-Σουηδίας (1788) δεν επιτρέπει την κάθοδο του Ρωσικού Στόλου και ο Λάμπρος Κατσώνης, επικεφαλής του Ρωσικού Ελαφρού Καταδρομικού Στολίσκου, πολεμά τον κοινό εχθρό μόνος του. Μετά τις πρώτες επιτυχείς Ναυτικές Επιχειρήσεις η Αικατερίνη διατάσσει και ο Στολίσκος του Λ. Κατσώνη αποτελεί πλέον μέρος των επισήμων Ρωσικών Ναυτικών Δυνάμεων στη Μεσόγειο.
Κατά διαστήματα πολεμά στο Αρχιπέλαγος και ο σχηματισθείς αργότερα (1789) Ρωσικός Κρατικός Στολίσκος, υπό τον Αντιπλοίαρχο Γουλιέλμο Λορέντζο, πρώην πειρατή από τη Μάλτα. Ο Λορέντζο όμως, δεν κατάφερε να συνεννοηθεί με τον Κατσώνη για κοινά σχέδια δράσεως, παρά τις διαταγές του Στρατηγού Ζαμπορόφσκι, Ανώτερου Διοικητή των Ρωσικών Δυνάμεων στη Μεσόγειο. Εξάλλου, εκτιμάται ότι ο Κρατικός Στολίσκος δεν συνενώθηκε με τον Στολίσκο του Κατσώνη, λόγω μάλλον αντιζηλίας των δύο Διοικητών.
Στη Τζιά όπου εγκαθιστά Ναυτική Βάση, παντρεύεται σε δεύτερο γάμο τη Μαρουδιά Σοφιανού κόρη του προεστού Πέτρου Σοφιανού. Η πρώτη σύζυγος του Κατσώνη, αγνώστων στοιχείων, είχε πεθάνει χωρίς να αποκτήσουν παιδιά μαζί.
Ο Στολίσκος του Κατσώνη έχει προκαλέσει μεγάλες καταστροφές στις εχθρικές Δυνάμεις και ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ δοκιμάζει να τον δωροδοκήσει, μέσω του Δραγουμάνου του Τουρκικού Στόλου, Σ. Μαυρογένη, προσφέροντας ελευθερία, ένα ελληνικό νησί, μη πληρωμή φόρων και 200.000 χρυσά νομίσματα, για να φύγει ο Κατσώνης με τους άνδρες του από τη Ρωσική Υπηρεσία και να σταματήσει τις Καταδρομές του εναντίον των Τούρκων. Ο Κατσώνης απάντησε με νέες Επιχειρήσεις εναντίον των Τουρκικών Ναυτικών Δυνάμεων και των παράκτιων φρουρών τους.
Την Άνοιξη του 1790 αποπλέει από τα Ιόνια νησιά για το Αρχιπέλαγος με 9 πλοία.. Στην πορεία προς το Αρχιπέλαγος παρέλαβε και επιβίβασε στο Στολίσκο του τον Ανδρούτσο με 800 πολεμιστές, που έκτοτε χρησιμοποιεί ως Αποβατικό Άγημα, το πρώτο Άγημα Πεζοναυτών πριν τον απελευθερωτικό Αγώνα.
Ο Κατσώνης ναυμαχεί και κατανικά τους Τούρκους συνεχώς επί 4 χρόνια, μέσα στα οποία προάγεται στα θαλασσινά πεδία των μαχών διαδοχικά σε Αντισυνταγματάρχη (1789) και Συνταγματάρχη (1790). Τον τελευταίο βαθμό αποκτά παρά την ήττα του στην ναυμαχία της Άνδρου, στον Κάβο Ντόρο, αφού κρίθηκε από τον Πατιόμκιν και την Αυτοκράτειρα ουσιαστικός νικητής. Ως επιβεβαίωση αυτού, του απονέμεται η υψηλότερη διάκριση της εποχής σε στρατιωτικό παράσημο, του Ιππότη του Στρατιωτικού Τάγματος του Αγ. Γεωργίου Δ’ Τάξεως (№ 755 (402); 8 сентября 1790, Σεπτέμβριος 1790)!
Στον Ελαφρό Καταδρομικό Στολίσκο του Κατσώνη πολεμούσαν και άλλοι Λιβαδείτες, που είχε ναυτολογήσει ο ίδιος. Σύμφωνα με τα Ρωσικά Αρχεία υπηρετούσαν στα πλοία του και οι ακόλουθοι: Πλοίαρχοι Στάθης Κατσώνης, Κωνσταντίνος Λεβαδίτης, Αγγέλη Διαμανδή, Υποπλοίαρχος Δρόσος του Χατζή και ο Ανθυποπλοίαρχος Κωνσταντίνος Θεοφάνης.
Ειδικά όμως, και για υπάρχουσα σχέση και ‘συνεργασία Λάμπρου Κατσώνη-Αλή πασά’ τα ΡΑ αποκαλύπτουν ότι μεταξύ τους είχε συζητηθεί σχέδιο, το οποίο προέβλεπε την υποστήριξη του Αλή πασά των Ιωαννίνων σε περίπτωση εξεγέρσεως για την απελευθέρωση της ελληνικής περιοχής με τη βοήθεια της Ρωσίας. Το προσχέδιο της συμφωνίας μεταξύ Ρωσίας και Αλή πασά με τη μεσολάβηση του Κατσώνη αναφέρεται στην από 16 Ιουλίου 1791 έκθεση του Τομαρά προς τον Ποτέμκιν.
Στα 1791, ο Υποστράτηγος Βασίλης Τομαράς (ρωσιστί Ταμάρα), Διοικητής των Ρωσικών Δυνάμεων της Μεσογείου, αποδεχόμενος Διαταγή του Αρχιστρατήγου Γρηγόρη Πατιόμκιν, Πρίγκηπα πλέον της Ταυρίδας, τοποθετεί τον Συνταγματάρχη Λάμπρο Κατσώνη ως Διοικητή του Ρωσικού Στόλου της Μεσογείου, επικεφαλής 22 πολεμικών πλοίων αγκυροβολημένων στο νησί Κάλαμος του Ιονίου. Έρχεται όμως λίγο αργότερα η συμφωνία για ανακωχή στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο και ο Έλληνας θαλασσομάχος, άξιος Διοικητής μίας τόσο σημαντικής, στρατιωτικά και πολιτικά, Ναυτικής Δύναμης δεν επιτρέπεται να συνεχίσει τον αγώνα του. Ακολουθεί η συνθήκη του Ιασίου (Ιανουάριος 1792) και το τέλος του δεύτερου Ρωσοτουρκικού πολέμου. Η Αικατερίνη κερδίζει τη διέλευση των πλοίων της από τα Στενά του Βοσπόρου, αλλά η Ελλάδα παραμένει σκλαβωμένη!
Σύμφωνα με τον Ρώσο ιστορικό Γκρ. Άρς «…Η συνθήκη του Ιασίου προκάλεσε βαθιά απογοήτευση στην Ελλάδα. Εκατοντάδες Έλληνες εθελοντές, οι οποίοι πολέμησαν ηρωικά και έδωσαν τη ζωή τους στις ναυμαχίες υπό τη διοίκηση του Κατσώνη, είχαν προσελκυσθεί από τις υποσχέσεις της Αικατερίνης Β’ να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Τουρκικό ζυγό…».
Η ειρήνη που υπέγραψε η Αικατερίνη ΙΙ δεν ικανοποιεί τους μύχιους σκοπούς του Κατσώνη και αποφασισμένος διακηρύσσει «…Αν η Αικατερίνη υπέγραψε ειρήνη με τους Τούρκους, εγώ δεν υπέγραψα ακόμα τη δική μου….».
Έχει στο μεταξύ με την έγκριση του Τομαρά, προβεί σε συμφωνία με τους Μανιάτες για να εγκαταστήσει Ναυτική Βάση του Ρωσικού Στόλου στο Πόρτο Κάγιο. Εκεί καταφεύγει τότε με 11 πλοία, που τον ακολουθούν, και δίπλα στη Ρωσική σημαία, που ποτέ δεν υπέστειλε, σηκώνει το Λάβαρό του και εκδίδει το Μανιφέστο του (Μάιος 1792). Το γνήσιο Μανιφέστο βρέθηκε από τον Π. Στάμου στα Εθνικά Ολλανδικά Αρχεία το 2007, ενώ παρόμοιο κείμενο, ανυπόγραφο και προερχόμενο από αντίγραφο διορθωμένο, επίσης ανυπόγραφο, δημοσιεύθηκε στην Ελλάδα το 1864 στο περιοδικό ΠΑΝΔΩΡΑ με την ονομασία ‘Φανέρωση’. Στο Μανιφέστο, την Πολιτική του Διακήρυξη, ο Λάμπρος Κατσώνης αφού εκφράσει την πικρία του για τον χειρισμό του ίδιου και των ανδρών του από τη ρωσική ηγεσία, διατυπώνει με σαφήνεια και ειλικρίνεια τους πραγματικούς του σκοπούς, που είχε πολεμώντας στις τάξεις του ρωσικού στρατού, και εξηγεί γιατί αποφάσισε να συνεχίσει μόνος τον πόλεμο εναντίον των Οθωμανών για να ελευθερώσει την πατρίδα του – «…για νάχει το Γένος έναν τόπο ελεύθερο…»!
Άλλωστε, τα Ρωσικά Αρχεία απεκάλυψαν επίσης έγγραφο για τους σκοπούς του Κατσώνη, όπου αναφέρεται ότι έγραψε, ενωρίτερα στις 30 Ιουλίου 1789, ο γραμματικός του Ιβάν Μπασίλεβιτς προς τον Αντιναύαρχο Γκίμπς : «…Ο Ταγματάρχης Λάμπρος έχει κύριο σκοπό και αδιάκοπη σκέψη, ξεσηκώνοντας τον Ελληνικό λαό σε εξέγερση, να αποκαταστήσει την Ελληνική Βασιλεία…».
Ο μοναχικός πολέμαρχος, πιστεύει ότι δεν έχει επαναστατήσει εναντίον της Αυτοκράτειρας, αλλά ότι επιδιώκει τους σκοπούς που από την αρχή είχαν τεθεί από την ίδια την Αυτοκράτειρα με το δικό της Μανιφέστο. Στο μανιφέστο της η Αικατερίνη ΙΙ καλούσε σε ξεσηκωμό τους Έλληνες για την ελευθερία και την υποστήριξη της χριστιανικής τους πίστης, επομένως ο Λάμπρος ακολουθεί το ελληνικό του πεπρωμένο, έχοντας και ενδείξεις μυστικής ρωσικής υποστήριξης και συνεχίζει μόνος του τον απέλπιδα πλέον αγώνα του εναντίον των Τούρκων.
Οι εχθροί του τον κατηγορούν για πειρατεία, αλλά όπως μαρτυρά και ο Γάλλος πρόξενος στη Ζάκυνθο S. Sauveur, ο ίδιος ο Λάμπρος Κατσώνης διακήρυξε: «…Δεν εξόπλισα πειρατές, αλλά καταδρομείς εναντίον του εχθρού…».
Οι Γαλλικές δυνάμεις συνεχίζουν να συμπράττουν με τους Οθωμανικούς για την εξόντωση του Κατσώνη. Έτσι, στις αρχές Ιουνίου 1792 ο ενισχυμένος με 30 μεγάλα και μικρά Πολεμικά Τουρκικός Στόλος, μεταξύ των οποίων 12 θωρηκτά, «…εξ φρεγάτας και λοιπά εως είκοσιν άπαντα και με στρατεύματα ικανά προς απόβασιν….», αποκλείει το Πόρτο Κάγιο και οι Δυνάμεις του αρχίζουν συντονισμένη επίθεση από ξηρά και θάλασσα .
Συγχρόνως προτρέπουν οι Τούρκοι με εκβιαστικές απειλές τους Μανιάτες να παραδώσουν τον Κατσώνη και τους ‘Λαμπρινούς του’. Ο ανδρείος Κατσώνης, αποφεύγοντας εμφύλιο σπαραγμό, αποφασίζει να σταματήσει την ένοπλη σύγκρουση και να δραπετεύσει. Σώζεται και μέσω Κυθήρων καταφεύγει σε Βενετική περιοχή (Πάργα). Από εκεί συνεχώς καταδιωκόμενος για δυο περίπου χρόνια καταφέρνει, με προσωπικές παρεμβάσεις φίλων Ρώσων διπλωματών και στρατιωτικών, να λάβει τη γραπτή άδεια να επιστρέψει στη Ρωσία το 1794.
Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ο Κατσώνης με την οικογένεια του φθάνουν στη Χερσώνα, στην Κριμαία. Η οικογένεια εκτός από τη σύζυγο, Μαρία (Σοφιανού), είχε και ένα γιό το Λυκούργο, ενώ με βάση τις Ρωσικές αρχειακές πηγές (έγγραφο του ίδιου του Κατσώνη) ένας άλλος γιός του σκοτώθηκε κατά τις επιθέσεις των Τούρκων στη Τζιά. Κατά τα Βενετικά Αρχεία όμως, “…όταν συνελήφθη (1793) η γυναίκα του είχε μαζί της ένα γιό και μια κόρη, …γιατί όταν είχαν εγκατασταθεί προ έτους (1792) εις Ιθάκην, … εγεννήθησαν δύο παιδιά, εν αρσενικόν και το άλλο θηλυκό…“. Ο Τάκης Λάππας ονόμασε την κόρη του Κατσώνη Γαριφαλιά. Στα αρχεία μέχρι στιγμής δεν αναφέρεται και δεν διευκρινίζεται τι απέγινε η Γαριφαλιά. Προφανώς όμως πέθανε πριν από την επιστροφή της οικογένειας στη Ρωσία μετά το Β’ Ρώσο -Τουρκικό πόλεμο. Αργότερα, το 1804 γεννήθηκε ο άλλος γιός του Λ. Κατσώνη, ο Αλέξανδρος.
Η Αικατερίνη ΙΙ, όταν κατάλαβε ότι ο Συνταγματάρχης Λάμπρος Κατσώνης παρέμενε πιστός και αφοσιωμένος αξιωματικός της, τον συγχώρησε, τον υποδέχθηκε στην Αυλή της σαν ήρωα και διέταξε (Διάταγμα 7ης Απριλίου 1794) Ειδική Επιτροπή να κρίνει και αποφασίσει για το δίκαιο της δράσεως του Κατσώνη και των ανδρών του μετά την Συνθήκη του Ιασίου με εντολή αν δικαιωθούν να αποζημιωθούν.
Ακολουθεί επίσης Διάταγμα της Αικατερίνης ΙΙ, που δίδει εντολή να πληρωθούν στον «…Συνταγματάρχη και Ιππότη Λάμπρο Κατσώνη 8 ετών αποδοχές, για την υπηρεσία του κατά τη διάρκεια όλου του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου στο Αρχιπέλαγος, υπηρετώντας τον Ρωσικό Στολίσκο…».
Ο Λάμπρος Κατσώνης δικαιώθηκε από την Ειδική Επιτροπή και έλαβε ως αποζημίωση, με βάση τις αξιώσεις του το ποσόν των 576.674 ρουβλίων. Ο ίδιος ο Κατσώνης υποχρεωνόταν με την ίδια απόφαση να πληρώσει χρέη προς τρίτους ανερχόμενα στο ποσόν των 159.100 ρουβλίων. Οι αποφάσεις της Ειδικής Επιτροπής επικυρώθηκαν από τον Παύλο Α’, μετά το θάνατο της Αικατερίνης, με το Διάταγμα της 7ης Νοεμβρίου 1797. Ο Λάμπρος Κατσώνης είχε πλήρως δικαιωθεί ηθικά και υλικά! Δηλαδή έγινε αποδεκτό τελικά από τον Τσάρο της Ρωσίας Παύλο Πέτροβιτς ότι:
Ο Λάμπρος Κατσώνης μέσα από τις τάξεις του Τσαρικού στρατού, με τη δραστηριότητά του ως Διοικητής Ρωσικού Στολίσκου, τον οποίο μόνος του σχημάτισε με καταδρομικές ενέργειες, υλοποιούσε τους πραγματικούς του στόχους, εξυπηρετούσε δηλαδή την πολιτική της Αικατερίνης ΙΙ να εξασφαλίσει κάθοδο στη Μεσόγειο από τα Στενά του Βοσπόρου και συγχρόνως πολεμούσε για την Απελευθέρωση της Ελλάδας.
Έτσι, ο Συνταγματάρχης και Ιππότης Λάμπρος Κατσώνης αποκαταστάθηκε πλήρως στα μάτια της ανώτατης στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας της Ρωσίας και της κοινωνίας. Του συμπεριφέρνονται «…πολύ ευνοϊκά η αυτοκράτειρα και η υψηλή κοινωνία. Γίνεται δεκτός στην αυλή, σε πολλά αριστοκρατικά σπίτια της Αγίας-Πετρούπολης, γίνεται αρκετά γνωστός και δημοφιλής άντρας στην πρωτεύουσα…μόνον στα 1796… από Μαΐου μέχρι Ιουλίου παραβρέθηκε σε πέντε επίσημες τσαρικές δεξιώσεις και γιορτές…κάθε φορά ήταν προσκεκλημένος στο τραπέζι της Αικατερίνης ΙΙ…». Ο Κατσώνης είναι πολύ ικανοποιημένος και σε ένδειξη των μεγάλων υπηρεσιών του έχει εξασφαλίσει την άδεια να φοράει στην πόλη, στις δεξιώσεις και επίσημες συγκεντρώσεις, ένα καπέλο-φέσι-, όπου έχει κεντηθεί με ασημένια κλωστή ένα γυναικείο χέρι και η επιγραφή «Δια χειρός της Αικατερίνης», που σήμαινε ασφαλώς την υψίστη εύνοια της Αυτοκράτειρας, αλλά και την πίστη του ίδιου προς αυτήν.
Την ίδια περίοδο, όπως για όλες τις διασημότητες, έγιναν τα πορτρέτα του Λάμπρου και της συζύγου του Μαρίας – Αγγελίνας για τα Ρωσικά Αρχεία – στην Αγία Πετρούπολη από τον διάσημο Ακαδημαϊκό ζωγράφο Ι.Β. Λάμπη το νεότερο.
Προηγουμένως όμως ο Συνταγματάρχης Κατσώνης στη Χερσώνα, συνεχίζοντας τη στρατιωτική σταδιοδρομία του, δοκιμάζοντας την ανθεκτικότητα των σκαφών ασχολείται με μελέτες βλητικής στον Κωπήλατο Στόλο της Μαύρης Θάλασσας και αποσπά τα εγκωμιαστικά σχόλια του Στόλαρχου Μορντβίνοβ .
Είναι σημαντικό όμως να αναφερθεί ότι, από πουθενά σήμερα δεν προκύπτει ότι ο Λάμπρος Κατσώνης ζήτησε ή έλαβε ποτέ τη Ρωσική υπηκοότητα. Πέθανε επομένως ως Έλληνας στη Ρωσία. Αντίθετα από τους δύο του γιούς, που και οι δύο αξιωματικοί του τσαρικού στρατού έλαβαν τη ρωσική υπηκοότητα και καταγράφηκαν και αυτοί στους πίνακες των Ευγενών της Ρωσίας. Μάλιστα ο μεγαλύτερος, Συνταγματάρχης Λυκούργος Λάμπρεβιτς, Διοικητής για 14 χρόνια του Ελληνικού Τάγματος της Μπαλακλάβα, έλαβε σαν τον πατέρα του το Στρατιωτικό Παράσημο του Αγ. Γεωργίου Δ’ Τάξεως (№ 8650; 26 ноября 1851). Από τους δυο γιους του Λυκούργο και Αλέξανδρο, που τελικά επέζησαν, ο Λάμπρος Κατσώνης απέκτησε 8 εγγονούς και 6 εγγονές.
Στο τέλος του 1798 με αρχές 1799 η οικογένεια Λ. Κατσώνη εγκαταστάθηκε στην Κριμαία, στο κτήμα που του χάρισε η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη ΙΙ. Ήταν περίπου 20.000 ντιαστίνες, δηλαδή περίπου 22.000 εκτάρια, με την εξοχική κατοικία της μέσα στο κτήμα. Αυτό το κτήμα, ο Κατσώνης αργότερα ονόμασε Λιβαδειά (Livadia)! Σήμερα είναι χωριό 3χλμ Δυτικά της Γιάλτας, όπου το ομώνυμο «Λευκό Παλάτι της LIVADIA». Στο παλάτι αυτό υπογράφηκε η περίφημη Συμφωνία της Γιάλτας (1945), ενώ κανονικά έπρεπε να λέγεται της Livadia!
Εκεί στην Λιβαδειά της Κριμαίας ασχολήθηκε με τη γεωργία (κυρίως αμπελοκαλλιέργειες). Έγινε παραγωγός βότκας από σταφύλι (μάλλον πρόκειται για μπράντυ-κονιάκ, αφού γινόταν από σταφύλι) και ανάπτυξε σχέσεις με το θαλάσσιο εμπόριο.
Ο θάνατος του Λ. Κατσώνη επήλθε το νωρίτερο στο τέλος του 1805 ή το αργότερο αρχές 1806, χωρίς να είναι ακόμα τεκμηριωμένη η ακριβής ημερομηνία, σε ηλικία 53 ή 54 ετών. Δολοφονήθηκε κατά μυστηριώδη τρόπο, στη επιστροφή του από την Αγία Πετρούπολη. Δεν έχουν βρεθεί μέχρι τώρα στα Αρχεία στοιχεία για τις λεπτομέρειες της δολοφονίας του. Κατά μία εκδοχή, δολοφόνος ήταν ο οικογενειακός γιατρός του, πιθανώς υποκινούμενος από τη σύζυγο του Λάμπρου, λόγω αντιζηλιών και οικονομικών διαφορών. Οι σχέσεις των συζύγων οξύνθηκαν τόσο που «βγήκαν στη φόρα», παρά τη γέννηση το 1804 του μικρότερου γιου Αλέξανδρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Λάμπρος Κατσώνης απευθύνεται με παράπονο για τη συμπεριφορά της συζύγου στον Τσάρο Αλέξανδρο Ι, κατηγορώντας την σύζυγο «…για ακολασία και για την οικειοποίηση του κτήματός του…». Αργότερα μετά το θάνατο του Λάμπρου Κατσώνη η χήρα του υπέβαλε προς την Αυτού Εξοχότητα Αλέξανδρο Ι «Αίτηση για σύνταξη» στα 1806, γεγονός που ίσως παραπέμπει στο χρόνο (1806) θανάτου του Κατσώνη.
Διατρέχοντας τον Ατομικό Φάκελο του Λ. Κατσώνη, που περιλαμβάνει τη δράση του Κατσώνη για 35 χρόνια ως στελέχους του Τσαρικού στρατού, αλλά και λαμβάνοντας υπ’ όψη τα στοιχεία των πολεμικών του δραστηριοτήτων, όπως έχουν ιστοριογραφηθεί μέχρι σήμερα, αβίαστα μπορεί κανείς να φθάσει στο συμπέρασμα ότι ο Λάμπρος Κατσώνης είναι ο Εθνικός Ήρωας που έχει την μεγαλύτερη πολεμική δράση κατά την περίοδο των Εθνικών διεκδικήσεων, στις Ελληνικές θάλασσες αλλά και στον ευρύτερο θαλάσσιο χώρο, από κάθε άλλον άξιο Έλληνα θαλασσομάχο, πρίν και μετά το 1821! Είχε συνολικά 8,5 χρόνια πολεμική δράση.
Όπως είναι γνωστό, η Αικατερίνη η ΙΙ ακύρωσε τα πιστοποιητικά των προαγωγών του στους βαθμούς του Αντισυνταγματάρχη και Συνταγματάρχη, λόγω της «ανεξαρτητοποιήσεως» του Κατσώνη μετά την Συνθήκη του Ιασίου (1792). Η Αικατερίνη αποκατέστησε και δικαίωσε τον Κατσώνη, χωρίς όμως να του αποδώσει και πάλι τα σχετικά πιστοποιητικά- Διπλώματα. Ο Παύλος Α’, όχι μόνον εξέδωσε τα πιστοποιητικά, αλλά το 1797 προσέφερε στον Λάμπρο Κατσώνη ένα «βασιλικό» δαχτυλίδι ως ένδειξη εκτιμήσεως των υπηρεσιών του και παροχής της Τσαρικής του ευνοίας! Ο βαθμός του Λάμπρου Κατσώνη, στο τέλος της σταδιοδρομίας του, από Συνταγματάρχης μετατράπηκε αρχικά σε Συνταγματάρχη Ναυτικού Πυροβολικού και αργότερα σε Πλοίαρχο Α’ Τάξεως.
Ο Ατομικός του Φάκελος στα Ρωσικά Αρχεία τελειώνει ως εξής:
«…Έτ. 1796. Δεκέμβριος, μετονομασία του σε Πλοίαρχο Α’ Τάξεως με Αρχαιότητα από 29 Ιουλίου 1790 και τοποθετείται στον Κωπήλατο Στόλο της Μαύρης Θάλασσας υπό τη Διοίκηση του Υποναυάρχου Πουστόσκιν… Πέθανε στην αρχή της Αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου Α’…».
Όλα τα νεότερα ιστορικά στοιχεία ενίσχυσαν και τεκμηρίωσαν την ηγετική, στρατιωτική, πολιτική και διπλωματική φυσιογνωμία του Λάμπρου Κατσώνη, που μαζί με τον Ρήγα Φεραίο έβαλε τις βάσεις του γενικού ξεσηκωμού μερικά χρόνια αργότερα.
Αυτό βεβαιώνει και ο Ρώσος ιστορικός Γκριγκόρι Άρς, για το πόσο δηλαδή επηρέασε ο θρύλος του Λ. Κατσώνη τις εξελίξεις προς την Ανεξαρτησία. Γράφει ο Άρς ότι συνέβη κατά τη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας «…Μετά τον Απρίλιο του 1814 ο Ξάνθος, ο Σκουφάς και ο Τσακάλωφ είχαν συχνές συναντήσεις και συζητούσαν για την κατάσταση της χώρας τους. Κατά την διάρκεια αυτών των συζητήσεων, όπως θυμόταν αργότερα ο Ξάνθος, γινόταν λόγος για το γενικευμένο μίσος των Ελλήνων προς την τουρκική τυραννία, για τα ανδραγαθήματα των αγωνιστών για την ελευθερία, του Λάμπρου Κατσώνη, του Ρήγα Βελενστινλή, των ανδρείων Σουλιωτών και των κλεφτών. Διαπίστωναν την πλήρη αδιαφορία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για τις δυστυχίες και τις συμφορές της Ελλάδας…», επισημαίνοντας αυτά που αναφέρονται στα Απομνημονεύματα του ιδρυτικού μέλους της Φιλικής Εταιρίας Εμμανουήλ Ξάνθου.
Σύμφωνα με την πιο σύγχρονη ιστοριογραφία, που βασίζεται και στα Βενετικά, Γαλλικά, Αυστριακά, Ολλανδικά και Βρετανικά Αρχεία, ο Πλοίαρχος Α’ Τάξεως και Ιππότης Λάμπρος Κατσώνης, από τη Λιβαδειά της Βοιωτίας, με τον οργανωμένο και συστηματικό αγώνα του εναντίον των Τούρκων, τη μεγάλη χρονική διάρκεια του αγώνα του και τα επιτεύγματά του, μπορεί να θεωρηθεί ως ο θεμελιωτής του υβριδίου του υστερότερα Πολεμικού Ναυτικού της Ελλάδας και ένας από τους πρόδρομους της Ελληνικής Απελευθερωτικής Επανάστασης του 1821.
Στον Κατάλογο της Βιβλιοθήκης Λιβαδειάς σε ότι αφορά στον Λάμπρο Κατσώνη