Γράφει η Κατερίνα Δημόκα
Γκυστάβ Φλωμπέρ και γαλλικό ρεαλισμό αναζητούσα. Με τον Αλέξη Σταμάτη και το Μπαρ Φλωμπέρ συναντήθηκα κατ’ εκτροπή του ενδιαφέροντός μου. Κι αφού οι οιωνοί είναι οιονεί οδοδείκτες, αφέθηκα στο πολυμεταφρασμένο έργο των εκδ. Καστανιώτη (2012) που ξεδιάλεξα από τη Βιβλιοθήκη Λιβαδειάς.
Εκτενές μυθιστόρημα, γενναία αφήγηση, δυνατοί ήρωες, διαβατάρικη κίνηση-μετακίνηση σε ιστορικά άστεα της Ευρώπης, που κρατά όμως απαρχή και απόληξη το αρχετυπικό λίκνο της Ελλάδας. Το μυστήριο σπονδυλική στήλη της ιστορίας. Οι γρίφοι αποδεσμεύονται σταδιακά αλλά με συνέπεια, σκιαγραφώντας έναν καμβά όπου το φως πάλλεται, ξανοίγει και σκοτεινιάζει. Ένας κινηματογραφικός φακός καταγράφει εναλλασσόμενα τοπία, πραγματικά ή νοερά, αποτυπώνοντας τη λεπτομέρεια, αλλά αστοχώντας σκόπιμα να καταυγάσει τον πυρήνα. Η ανάσα ασθματική, το ταξίδι επιταγή εκ των έσω.
Ο Γιάννης Λουκάς, επίδοξος 40χρονος συγγραφέας, με τα χέρια άπραγα και τη γεύση του ανικανοποίητου στα χείλη, αποδύεται σε μία πολυδαίδαλη αναζήτηση, προκειμένου να εντοπίσει τον μυθικό άντρα που κρύβεται στα βάθη ενός λαβύρινθου. Θεότητα είτε αποτρόπαιος Μινώταυρος το έγκλημα υποβόσκει. Ο ήρωας κρατάει για μίτο ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα με τον παραπειστικό τίτλο Μπαρ Φλωμπέρ. Η προσπέλαση του κειμένου έχει νωρίτερα συνταράξει τα ψυχικά μύχια του ήρωα με μιαν ανερμήνευτη ένταση οικειότητας και επανόδου.
Η εξεύρεση του εμβληματικού προσώπου, το οποίο διαθέτει ομορφιά, ευφυΐα, ακαταμάχητη αίγλη και αδίστακτο εκτόπισμα, οιστρηλατεί ολόκληρη την πλοκή. Γίνεται στοχοθεσία στην ως τότε πλαδαρή πορεία του Γιάννη Λουκά. Όσο διερευνά τα κίνητρα και τ’ αχνάρια αυτού του συναρπαστικού άντρα, τόσο το αίνιγμα, αλλάζοντας πρόσωπα, φλερτάρει εξίσου με την κατανόηση και τη διαίσθηση του ήρωα. Το κρύφιο μασκαρεύεται σε λογοπαίγνιο, κώδικα, εικαστικό σημάδι, φωτογραφία της λήθης, θεολογία, ψυχολογικά μοτίβα και καλλιτεχνικούς ρυθμούς.
Το πολιτισμικό γαϊτανάκι (γλωσσών και κωδίκων, χώρων και χωρών, ιστορίας, τέχνης) που ξετυλίγει το μανιασμένο οδοιπορικό του Γιάννη επιφέρει μιαν αίσθηση θολού ονειρώδους και ζεστού συναισθηματικού ρευστού με ισχυρές δόσεις υποβολής. Άλλοτε αδημονείς για το λυτρωτικό τέρμα, άλλοτε βραδυπορείς από το χειμαρρώδες του λόγου. Του λόγου ως λαλούσας αιτίας και αρχιτεκτονικής δομής, που υψώνεται και αναδιπλώνεται με πλαστικότητα παρά τον όγκο της. Τον Λόγο αναζητά κι ο ήρωας. Αυτός αναπέμπει ίσως στον Θεό, στην πηγή της εκβλάστησης, την υπαρξιακή βάσανο, το δονκιχωτικό χρίσμα.
Προσέλαβα το κείμενο με κεραίες εξίσου διανοητικές και ψυχικές. Αφέθηκα στην ποίηση και στο λίκνισμα του -προπαντός ενδογενούς- ταξιδιού. Το τέλος της ιστορίας δραματικό. Κάθαρση τραγωδίας, που απογυμνώνει τον ήρωα, αφαιρώντας του την προσωπίδα και τα βαρίδια/κοθόρνους. Τον εγκαταλείπει έτσι στο μεγαλείο της γύμνιας. Ο Γιάννης θα πραγματώσει το πεπρωμένο του με τη λειψή σφραγίδα του μοιραίου, έχοντας εμβαπτιστεί με ανεπανάληπτη σφοδρότητα στην αυτογνωσία.
Ψάχνω έναν ορισμό, μια τυπολογία, για το κείμενο που διάβασα. Δε βρίσκω έτοιμο τσιτάτο. Λογοτεχνικό παλίμψηστο το ονομάζει ο συγγραφέας λόγω των επιστρωματώσεων που το αρμολογούν. Αριθμητής και παρονομαστής στο υπαρξιακό κλάσμα σταθερά αναζητούνται. Κρατάω τον μοιραίο Λόγο, που ξεκόβει από τους παράγοντες του κλάσματος και μεγαλύνεται στην απολυτότητα της μοναξιάς, στο ανέφικτο του έρωτα, στην καταβύθιση της Εν αρχή