Στη στήλη της Βιβλιοθήκης μας “Συνεντεύξεις με Βοιωτούς συγγραφείς”, σήμερα φιλοξενείται η εκπαιδευτικός και συγγραφέας ΑΝΝΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ και απαντά στα ερωτήματά μας με αφορμή το βιβλίο της ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ (εκδ. Πηγή,2021)
Πότε ξεκινήσατε να γράφετε αυτό το βιβλίο; Υπήρχε κάποιο αρχικό ερέθισμα;
Ένα βιβλίο, οποιοδήποτε βιβλίο, κυοφορείται για χρόνια μέσα στο μυαλό μας. Ίσως από την παιδική ηλικία, από τότε που κάποιο ερέθισμα, ένα άκουσμα, ένα ανάγνωσμα, μια εικόνα κινητοποιεί τη φαντασία μας, μας εντυπωσιάζει και ενδόμυχα μας γεννά την ανάγκη να εκφραστούμε με παρόμοιο τρόπο. Και η ανάγκη αυτή παραμένει ανενεργή για πολλά χρόνια, σε κάποια άκρη του μυαλού μας, και περιμένει κάποιο άλλο ερέθισμα, για να κινητοποιηθεί ξανά και να αποκτήσει υπόσταση. > Κάπως έτσι έγινε και με το «Μαγικό ταξίδι του Νικόλα στην Αρχαία Αθήνα». Μικρή διάβαζα μύθους, εικονογραφημένες ιστορίες της αρχαιότητας και μαζί με αυτά άκουγα τα παραμύθια της γιαγιάς μου για νεράιδες και ξωτικά, για τα οποία ένιωθα φόβο αλλά και έλξη. > Αργότερα η αρχαιοελληνική λογοτεχνία έγινε το αγαπημένο μου ανάγνωσμα και ιδιαίτερα τα έργα του Ησιόδου τα γεμάτα από μύθους, γοητεία αλλά και μυστικά που ξεκλειδώνουν τη φύση του κόσμου και του ανθρώπου. > Όλα αυτά άρχισαν να αναδύονται στη σκέψη μου συνδυαζόμενα με ένα τυχαίο γεγονός. Με τις ερωτήσεις που μου έκαναν συχνά οι μαθητές μου, τις άσχετες με το μάθημα, όπως τι έκαναν οι συνομήλικοί τους στην αρχαιότητα, τι έτρωγαν, αν τους άρεσαν τα γλυκά, τι έπαιζαν, αν τους άρεσε το σχολείο ή τους έκανε να πλήττουν και άλλες παρόμοιες. Κατάλαβα ότι το μυαλό του παιδιού διψά, ότι τα παιδιά μας δεν είναι αδιάφορα, όπως συχνά τα κατηγορούμε. Θέλουν να μάθουν αλλά πρέπει να υπάρχει ο κατάλληλος τρόπος. Δε φέρω το αξίωμα της αυθεντίας ούτε διεκδικώ κάποιο βραβείο πρωτότυπης ιδέας, αλλά πιστεύω ότι οι μεγάλες κατακτήσεις, όπως αυτή της γνώσης που ξεκινά από την απορία, τον «θαυμασμό» των αρχαίων, επιτυγχάνονται με τα όπλα που ήδη διαθέτουμε. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση με τον αρχαιοελληνικό λόγο που είναι απέραντος, πλούσιος και μπορεί να συγκινήσει οποιονδήποτε αρκεί να μην παρουσιαστεί βαρετά και σχολαστικά, θυμίζοντας εκείνους τους παλαιούς αυστηρούς δασκάλους που ενδιαφέρονταν για τον τύπο και όχι για την ουσία. > Έτσι το 2019 άρχισε να παίρνει ζωή το βιβλίο αυτό, ένα βιβλίο για την αξία του βιβλίου, για τη γνώση, για το παρελθόν μας που είναι το στήριγμα του μέλλοντος. Ένα βιβλίο για μικρούς και για μεγάλους.
Ποιο θεωρείτε ότι είναι το βαθύτερο θέμα που σας απασχόλησε γράφοντας το βιβλίο;
Το βιβλίο αυτό αναδεικνύει την πολιτιστική και γλωσσική συνέχεια του ελληνισμού. Αποτελεί μια καταδίκη της απαξίωσης που συχνά γνωρίζει η αρχαία ελληνική γλώσσα αλλά και προβάλει την ανάγκη να διδαχθεί με νέους τρόπους, ελκυστικούς στα παιδιά του σήμερα. Παράλληλα, μαζί με την απαξίωση της γλώσσας καταγγέλλει και την απαξίωση του ελληνικού πολιτισμού, την υποκατάστασή του από τα ξένα πρότυπα, τα οποία μας οδηγούν στην πολιτιστική αλλοτρίωση, ένα ιδιαίτερο είδος υποδούλωσης, και στη μαζοποίηση. > Όπως βέβαια προείπα, πρόκειται και για ένα βιβλίο που έχει ως θέμα του το ίδιο το βιβλίο, την αξία του διαβάσματος που έχει αντικατασταθεί από τις οθόνες και την εικόνα, η οποία δρα καταλυτικά σε μια από τις σημαντικότερες ικανότητες του νου, την αφαιρετική, την ικανότητα της δημιουργίας μέσω της φαντασίας και των νοητικών λειτουργιών.
Αν θέλατε να συστήσετε το βιβλίο σας στους αναγνώστες που δεν γνωρίζουν τίποτε για εσάς, με ποια λόγια θα το παρουσιάζατε;
Πρόκειται για ένα βιβλίο που έχει όλα τα χαρακτηριστικά για να κερδίσει την «εύνοια» των αναγνωστών. Μικρό το δέμας, ακολουθώντας το ρητό ‘Μέγα βιβλίον, μέγα κακόν’, αλλά πυκνό στο περιεχόμενο. Με μια νέα οπτική της αρχαιότητας, ζωντανή και παραστατική, τόσο που νιώθουμε τη σύνδεσή μας με αυτή. Με τη φρεσκάδα της νεανικής σκέψης αλλά και τη συμπυκνωμένη σοφία της αρχαίας λογοτεχνίας και γλώσσας. Ένα βιβλίο για μικρούς και μεγάλους, για όσους αγαπούν τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και για όσους θέλουν να ταξιδέψουν στον κόσμο αυτό και να τον γνωρίσουν εκ των έσω.
Υπάρχει κάτι που ανακαλύψατε κατά τη συγγραφή του βιβλίου;
Η διαδικασία συγγραφής ήταν μια αποκάλυψη για εμένα. Κατ’ αρχάς το πρώτο που διαπίστωσα, μελετώντας τις πηγές και αναζητώντας στοχευμένα στοιχεία, ήταν το πόσο λίγα γνώριζα για την πραγματική ζωή στην αρχαιότητα. Για πρώτη φορά ένιωσα ότι οι αρχαίοι δεν ήταν μόνο σκληροί πολεμιστές και αυστηροί φιλόσοφοι ή κάποιες τραγικές μορφές χτυπημένες από τη μοίρα και την αλαζονεία τους, όπως μας παρουσιάζονται στα αρχαία δράματα. Ήταν άνθρωποι που έμοιαζαν με εμάς. Έτρωγαν, έπιναν, διασκέδαζαν, έπαιζαν, γελούσαν. Θα μου πείτε ότι ο Όμηρος και οι κωμικοί τα έχουν προβάλει αυτά. Δε διαφωνώ. Αλλά και πάλι, είχα την τάση, για να μιλήσω για τον εαυτό μου, να τα παρακολουθώ «φιλολογικά», όπως κάνουμε όταν παρακολουθούμε μια παλιά ασπρόμαυρη ταινία, στην οποία όλα φαίνονται μακρινά και άσχετα με την πραγματικότητά μας. Όταν όμως ξεδιπλώθηκε μπροστά μου όλο αυτό το πλούσιο υλικό της καθημερινότητας, δεν μπόρεσα να αποφύγω τη σύνδεσή του με τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας και τη δική τους ζωή, με τα ανέμελα παιδικά μας χρόνια, με τις φωτεινές περιγραφές της Ελλάδας από τον Ελύτη. > Το δεύτερο που αντιλήφθηκα είναι ότι αυτά τα μικρά πράγματα μαζί με τις μεγάλες κατακτήσεις του πνεύματος είναι που συνθέτουν τον πολιτισμό μας και είναι άδικο που τα παιδιά μας δεν μαθαίνουν τίποτα για την καθημερινότητα των προγόνων τους, του μακρινού ή του κοντινού παρελθόντος. Δεν είναι λοιπόν λογικό που νιώθουν αποκομμένα από αυτό; Η αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια της συγγραφής ένιωσα σαν ένας εμπειρικός ερευνητής, ένας ταξιδιώτης στο παρελθόν, ένα παρελθόν το οποίο ανυπομονώ να επισκεφτώ ξανά και να το εξερευνήσω όσο μπορώ.
Ποιες προκλήσεις κρύβει η γραφή;
Η γραφή είναι κάτι εύκολο και συνάμα πολύ δύσκολο. Η έμπνευση εύκολα γεννάται στο μυαλό μας, αν υπάρχει και μια φυσική προδιάθεση. Το δύσκολο είναι να πάρει σάρκα και οστά. > Να αποκτήσει μορφή και ζωή. Πρέπει να εντοπίσει ο επίδοξος συγγραφέας, εγώ –για να μιλήσω για την εμπειρία μου – τον στόχο του, το κοινό του, τις πτυχές του θέματος που θέλει να καλύψει ώστε να μη φλυαρεί κουραστικά, τους τρόπους που θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον του κοινού, τη γλώσσα του, τους τρόπους γραφής, την εικονογράφηση. Θέτει συνεχώς υπό αμφισβήτηση τις ιδέες του, ανακαλύπτει νέες συνδέσεις και οπτικές, πλάθει και ξαναπλάθει πρόσωπα και καταστάσεις και πρέπει να περάσει ώρες «μοναξιάς» με τις πηγές του και να δεχτεί τις κριτικές με θάρρος και χωρίς εγωισμό, για να μπορέσει να παρουσιάσει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα αυτό τον δικαιώνει γιατί γεννά μετά από κόπους ένα μοναδικό πνευματικό παιδί, όπως η μητέρα φέρει στον κόσμο το παιδί της με πόνους και οδύνες.
Πείτε 3 τίτλους βιβλίων και 3 συγγραφείς που σας επηρέασαν.
Ιδιαίτερα επηρεάστηκα από το «Ο κύριός μου ο Αλκιβιάδης» του Αγγ. Βλάχου, την «Αληθινή ιστορία» του Λουκιανού και την «Οδύσσεια» του Ομήρου. Οι συγγραφείς που άσκησαν γενικότερη επίδραση σε αυτό το έργο είναι ο Αριστοφάνης, με το παιγνιώδες πνεύμα του, ο Ησίοδος που πρώτος έσκυψε πάνω στον καθημερινό άνθρωπο και τον Πλούταρχος με τις απίστευτα πλούσιες και ενδιαφέρουσες ιστορίες του.
Η Άννα Νικολάου γεννήθηκε στη Λιβαδειά το 1971 και κατάγεται από τη Σφάκα Φθιώτιδος. Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και συγκεκριμένα από το Τμήμα Κλασικής Φιλολογίας. Έχει διατελέσει πρόεδρος του Μορφωτικού και Εκπολιτιστικού Συλλόγου Λεβαδείας και είναι μέλος του Δ. Σ. του Πιστωτικού Συνεταιρισμού Βοιωτίας. Είναι επίσης μέλος της Εθνικής Εταιρείας Λογοτεχνών. Αρθρογραφεί σε τοπικές εφημερίδες και έχει συγγράψει τα έργα τοπικού ενδιαφέροντος “Οι γιορτές της αρχαίας Βοιωτίας” και “Η Βοιωτία του Πλουτάρχου”. Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Μορφωτικού Συλλόγου έχει εκδώσει τις μελέτες: “Λαογραφικό Μουσείο”, “10 Πνευματικές Φυσιογνωμίες της Λιβαδειάς”και “Βοιωτοί Αθάνατοι Ήρωες”, καθώς και τετράδια λαογραφικού, ιστορικού, αρχαιογνωστικού περιεχομένου. Το 2021 εξέδωσε την εφηβική νουβέλα “Το μαγικό ταξίδι του Νικόλα στην αρχαία Αθήνα” από τις εκδόσεις “Πηγή”.