Πρόκειται για την επίμονη προσπάθεια του καλλιτέχνη και θεωρητικού να προασπίσει την αφηρημένη τέχνη και την καθαρότητά της έναντι παλαιότερων μορφών της τέχνης, που εκπροσωπούνται από τους ιστορικούς – κριτικούς της τέχνης και αποτέλεσαν τροχοπέδη για την αξιολόγηση της σύγχρονης ζωγραφικής. Για αυτό άλλωστε υποστηρίζει ότι «η κριτική της Τέχνης είναι ο χειρότερος εχθρός της τέχνης». Τάσσεται σαφώς υπέρ της απεικόνισης της ζωής ενός αντικειμένου, ενώ αντιτίθεται στην χρησιμοποίηση του αντικειμένου ως μέσο για την περιγραφή ενός πράγματος. Μόνον έτσι αποκαλύπτεται ο ένδον ήχος του αντικειμένου, το ίδιο το περιεχόμενο της τέχνης. Το βιβλίο αυτό επικεντρώνεται στο πάθος του Καντίνσκι για την απελευθέρωση της τέχνης από τα απόλυτα ζητήματα Μορφής και τη μετάβαση από το «πρακτικώς σκόπιμο, στο πνευματικώς σκόπιμο». Παρουσιάζεται έτσι, ο ορισμός της Αφηρημένης τέχνης, ως φαινόμενο ζωντανό, ζωηρό, πιο ελεύθερο, πλατύτερο και πιο πλούσιο από την Αντικειμενική (τέχνη).
Ο τόμος αυτός με τα κείμενα (δοκίμια, συνεντεύξεις, άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες) του Βασίλι Καντίνσκι μπορεί να θεωρηθεί ως ο τρίτος τόμος του θεωρητικού έργου του μεγάλου ζωγράφου που συνέδεσε όλη του τη ζωή με την υπόθεση της καλούμενης Αφηρημένης Τέχνης. (…)
Ο ανά χείρας τόμος έρχεται να καταδείξει ολόκληρη την πνευματική πορεία του καλλιτέχνη, από τις ημέρες όπου η Αφηρημένη Τέχνη ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος της Τέχνης μέχρι της ημέρες της καθιέρωσής της και της δόξας. (…)
~Δαμιανός Μωραΐτης