Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Θεόδωρος Λαζαρής (1885-1978)

Από την εισαγωγή του βιβλίου

Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα αρχίζει να εμφανίζεται στην Ελλάδα μια βαθμιαία εγκατάλειψη της ακαδημαϊκής-ιδεαλιστικής ζωγραφικής των εκπροσώπων
της Ακαδημίας του Μονάχου η οποία βασιζόταν στη νατουραλιστική-αντικειμενική απεικόνιση
της εξωτερικής πραγματικότητας, και να κυριαρχεί η κοινή παραδοχή της ελεύθερης υποκειμενικής έκφρασης, η οποία ήδη αποτελούσε βασική αρχή της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δειλά-δειλά οι Έλληνες ζωγράφοι αποδέχονται τον απόηχο από τις αρχές και τους κανόνες του Ιμπρεσιονισμού και στρέφονται προς την απεικόνιση της φύσης, μέσα στο πλαίσιο μιας υπαιθριστικής ζωγραφικής, όπου το φως έχει τον κυρίαρχο ρόλο.

Η υποδήλωσή του μέσω του χρώματος τους ωθεί σε μια ζωγραφική λαμπερή, ενώ η πινελιά γίνεται μικρή και γρήγορη στην παράθεση καθαρών χρωματικών τόνων με σκοπό να αποδοθούν οι εντάσεις του φωτός, διαφορετικές κάθε φορά, ανάλογα με την ώρα και την εποχή. Παράλληλα η απελευθέρωση του υποκειμενικού συναισθήματος, η θεώρηση του εξωτερικού κόσμου ως υποκειμενικής αντανάκλασης και η μορφοποίηση αυτής της εσωτερικής εικόνας μέσα από τη βίαιη αντιπαράθεση του έντονου χρώματος και τον κερματισμό της φόρμας, είχε ήδη διαμορφώσει το πρόσωπο της «νέας τέχνης» στη Γερμανία που θα αποδοθεί με τον όρο εξπρεσιονισμός. Οι κυρίαρχες αυτές κατευθύνσεις δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για ένα ευρύ πεδίο δράσης που, ανάλογα με την προσωπική τοποθέτηση κάθε καλλιτέχνη έναντι των αισθητικών προβλημάτων, προσέφεραν μια πολύπλευρη αντιμετώπιση, στο πλαίσιο πάντα μιας ήπιας, χωρίς εξάρσεις αποδοχής της διεθνούς πραγματικότητας. Τα τοπία των Ελλήνων καλλιτεχνών κατακλύζονται από το έντονο φως της ελληνικής φύσης, το οποίο προσπαθούν να συλλάβουν δουλεύοντας πια στο ύπαιθρο και όχι στο εργαστήριο. Ζωγράφοι όπως ο Γεώργιος Ροϊλός, ο Ουμβέρτος Αργυρός, η Σοφία Λασκαρίδου, ο Στέλιος Μηλιάδης, ο Επαμεινώνδας Θωμόπουλος, ο Δήμος Μπραέσας, ο Νικόλαος Φερεκείδης, και ανάμεσά τους ο Θεόδωρος Λαζαρής, πλησιάζουν τη νέα πραγματικότητα από διαφορετικό δρόμο ο καθένας. Παρόλο που ο προβληματισμός τους δε φθάνει μέχρι την πλήρη διάλυση του χρωματικού τόνου και τη διάλυση της φόρμας κάτω από την επίδραση του φωτός, προχωρούν ωστόσο στην πλήρη αποδοχή της ελευθερίας, την οποία προσφέρει η απεικόνιση της φύσης, μιας φύσης όλο κίνηση και ζωή, που συνεχώς, κάτω από την επίδραση του φωτός, αλλάζει παρουσιάζοντας διαρκώς καινούργια εικόνα, καινούργια πραγματικότητα. Παράλληλα, ανταποκρινόμενοι στο αίτημα της εποχής για τη δημιουργία ενός γνήσιου ελληνικού υπαιθρισμού, όπως αυτός εκφράστηκε μέσα από τα κείμενα του Περικλή Γιαννόπουλου, (βλ. Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, «20ός αιώνας, προς έναν Ελληνικό Μοντερνισμό, Φως και χρώμα ελληνικό» στο Εθνική Πινακοθήκη 100 χρόνια Τέσσερις αιώνες ελληνικής ζωγραφικής, Εθνική Πινακοθήκη, 2001, σελ. 415-417) ανιχνεύουν την ιδιοτυπία της ελληνικής υπαίθρου, αναζητώντας τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν την ταυτότητά της. «Το αιθέριο και άυλο φως ελαφρώνει τους όγκους και τα χρώματα, περιορίζοντας την κλίμακά τους. Φως και σκιά διαφέρουν ελάχιστα. Πουθενά μαυρίλα…παντού φως…παντού ευγραμμία… ημερότης, χάρις, ιλαρότης» (Περικλής Γιαννόπουλος, Η ελληνική Γραμμή και το ελληνικόν χρώμα, εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σελ. 90). Η τοπιογραφία, στις αρχές του 20ού αιώνα, γίνεται το κύριο θέμα των Ελλήνων ζωγράφων, όμως τα κύρια εκφραστικά της μέσα, το φως και το χρώμα, θα επεκταθούν και στα άλλα θέματα, ηθογραφίες, προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις. Ο Θεόδωρος Λαζαρής, ενταγμένος στους προβληματισμούς της εποχής του, θα ακολουθήσει με πλήρη συνείδηση την κατεύθυνση αυτή. «Σπούδασα με πάθος το Ύπαιθρο… αυτό ήταν το εργαστήρι μου, τα ποτάμια, τα βουνά, οι παλιές εκκλησίες, τα παλιά σπίτια και γενικά η ελληνική μας φύσις, τα απλήρωτα μοντέλα μου …. οι μελέτες στο ύπαιθρο έγιναν μανία, περισσότερες από διακόσιες βρίσκονται στο εργαστήρι μου που δεν τις αποχωρίζομαι ποτέ». Και όμως λίγο καιρό πριν το θάνατό του, το 1978, αποφασίζει να αποχωρισθεί ένα μέρος τους, εβδομήντα δύο έργα, για να τα προσφέρει στη γενέτειρά του Λιβαδειά για να γίνει η αρχή μιας Λιβαδειώτικης Πινακοθήκης. Αυτά τα έργα παρουσιάζονται σ΄ αυτόν τον τόμο, μάρτυρες μιας αδιάκοπης αναζήτησης, κόπος και μόχθος ενός γνήσιου δημιουργού, το όραμα μιας διακριτικής, χαμηλόφωνης και ωστόσο δυναμικής ψυχής. Με ιδιαίτερη χαρά δέχθηκα την πρόταση της Δημάρχου Λεβαδαίων κυρίας Γιώτας Πούλου να μελετήσω και να δημοσιεύσω το έργο του Θεόδωρου Λαζαρή, την οποία και ευχαριστώ θερμά για την τιμή. Θα ήθελα επίσης να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στον κύριο Βάσια Τσοκόπουλο, στον Πρόεδρο του Μορφωτικού Συλλόγου Λιβαδειάς κύριο Γιώργο Κωσταγιάννη και στον κύριο Δαμιανό Μωραΐτη για την επισήμανση πληροφοριών στον τύπο και τη διάθεση αρχειακού υλικού για την έρευνά μου. Εδώ θα ήθελα να σημειώσω τη μεγάλη δυσκολία ταξινόμησης του έργου του ζωγράφου και παρακολούθησης της εξελικτικής του πορείας, αφού ο Θεόδωρος Λαζαρής ελάχιστα χρονολογημένα έργα μας έχει παραδώσει. Κάθε πληροφορία και αναφορά υπήρξε πολύτιμο στοιχείο. Τέλος θερμές ευχαριστίες απευθύνω στον κύριο Δημήτρη Σαλταμπάση για την επιμελημένη μετάφραση των κειμένων και στους κυρίους Θύμιο Πρεσβύτη και Θοδωρή Αναγνωστόπουλο, καθώς και στους συνεργάτες τους, για τη δημιουργική συνεργασία μας σε όλα τα στάδια της έκδοσης.

Δρ Όλγα Μεντζαφού-ΠολύζουΕπίτιμη Διευθύντρια Συλλογών και Μουσειολογικού Προγραμματισμού της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου

Το βιβλίο Θεόδωρος Λαζαρής (1885-1978) θα το βρείτε στη Βιβλιοθήκη Λιβαδειάς εδώ:

Το βιβλίο σε μορφή PDF μπορείτε να το διαβάσετε η να το κατεβάσετε στον ψηφιακό κατάλογο της Βιβλιοθήκης Λιβαδειάς πατώντας στον παραπάνω σύνδεσμο

~Δαμιανός Μωραΐτης

Leave a Reply