Γνώρισα την Ελένη Πριοβόλου στο 2ο Γ/σιο Λιβαδειάς, σε δράση φιλαναγνωσίας. Καταπιάστηκα έπειτα με το εκτενές μυθιστόρημά της «Στη ζωή νωρίς νυχτώνει», για να απολαύσω το αφηγηματικό της τάλαντο αλλά και για να παρεισδύσω σε ένα δύσκολο θέμα, το παλαιστινιακό.
«Η Άρια και η Οριάνθη ανταμώνουν το καλοκαίρι του 1963 σε ευλογημένη συγκυρία».
Εποχή κυοφορούσα μεταβολές: χίπις και ειρηνισμός, γυναικεία χειραφέτηση, ελευθεριάζουσα ηθική αλλά και καχυποψία για τον αριστερισμό και τη νεολαία Λαμπράκη. Το κατοχικό τραύμα διατηρείται ακόμα νωπό, ενώ στα προσεχώς καιροφυλακτεί η Χούντα του 1967.
«Όμως, ένα μοιραίο γεγονός διακόπτει πρόωρα τη φιλία τους Οι κοπέλες χάνονται μέσα στα δράματα που η ζωή τούς επιφυλάσσει. Στον κύκλο της η καθεμιά παρασύρεται από τους στροβίλους των γεγονότων».
Οι ηρωίδες, δεμένες στις μυλόπετρες της ιστορίας, διατηρούν την ιδιοσυστασία τους. Η συγκρατημένη Άρια αντιστέκεται στον ολοκληρωτισμό της Χούντας ως πολιτική πρόσφυγας στον Καναδά. Η δυναμική Οριάν μετακυλάει στον Λίβανο. Στην πύρινη τροχιά της Μέσης Ανατολής δένει τη ζωή της με έναν Μαρωνίτη χριστιανό, πολέμαρχο της φάλαγγας, που ζυμώνει με αίμα τη μαγιά ενός δυτικότροπου Λιβάνου. Εντυπωσιάζουν οι περιγραφές. Η συγγραφέας με εικαστική γραφή ξετυλίγει το σκηνικό της Βηρυττού με λεπτομέρεια και βιωματική δύναμη. Οικήματα και στράτες, πελάγη και βράχια, πετούμενα και κέδροι, ενδυμασίες και παραδόσεις, γεύσεις, οσμές, μουσικές υφαίνουν έναν πολύχρωμο πέπλο.
«Ύστερα από πολλά χρόνια, οι συμπτώσεις ξαναφέρνουν τις ηρωίδες κοντά, για να αφηγηθούν τις ιστορίες τους. Όσα έζησαν μοιάζουν ξένες επιλογές, λες και κινούσε τα νήματα της ύπαρξής τους ένας ραδιούργος κουκλοπαίκτης».
Το αφηγηματικό παρόν τοποθετείται στο 2015 αλλά κινείται προς τα πίσω με συνεχείς αναδρομές. Οι ηρωίδες αναβιώνουν τις αναμνήσεις τους, χωνεμένες μέσα στην αυτεπίγνωση. Όταν τα γεγονότα έχουν πια αποτιμηθεί και έχει δεθεί η αλληλουχία τους. Με επάλληλους εγκιβωτισμούς ανασυστήνονται βίοι και πολιτείες διάρκειας 50 ετών.
«Από τη δεκαετία του ’60 μέχρι σήμερα, από την Αθήνα και τον Καναδά του αντιδικτατορικού αγώνα μέχρι τον Λίβανο του αιματηρού εμφυλίου πολέμου…».
Και ο πόλεμος, ως διαχρονικό στίγμα, καλά κρατεί στο βιβλίο. Ο εμφύλιος στον Λίβανο, ο μικρασιατικός με τις ορδές προσφυγιάς, η αιμάσσουσα γενοκτονία των Αρμενίων, ο Β’ παγκόσμιος ξεπηδούν ανηλεείς. Ο κουρνιαχτός των ιστορικών στρεβλώσεων επικάθεται στις σελίδες, τον νιώθεις στα ακροδάχτυλα, στην άκρη της γλώσσας, στη γωνιά της ψυχής. Παρά τη γλαφυρή, ενίοτε λυρική γραφή, η συγγραφέας πυρπολεί το κείμενό της με τις φλόγες της εθνικής ιδεοληψίας και του θρησκευτικού φανατισμού.
Πίσω από τον ζόφο πάντως λεπτουργούνται τα γνησίως ανθρώπινα. Σμιλευμένοι οι χαρακτήρες, μοιραίοι. Οι ετερόφυλες σχέσεις δυσλειτουργικές και τελικά ματαιωμένες. Ο έρωτας χιμαιρικός. Η ελευθερία, ως εσωτερική αναπνοή και εξωτερική συνθήκη, δύσβατη. Οι γυναίκες πασχίζουν για την ψυχή τους. Πολλές οι απειλές: η πολιτική εκτροπή, η βιασμένη δημοκρατία, ο εγκλωβισμός σε επιλογές ταυτότητας, πατρίδας, οικογένειας.
«Το μυθιστόρημα ακροβατεί ανάμεσα στην καταστροφή και την αναδημιουργία, στο παρελθόν και το παρόν, στην Ανατολή και τη Δύση».
Μπόλιασμα· με δεξιοτεχνία συνυφάνθηκε το ελληνικό με το μεσογειακό, η ιστορία με τη μυθοπλασία, το υψιπετές με το καθημερινό, το οδυνηρό με το παραμυθένιο (:ένα χειροποίητο ρούχο, σημείο αναγνώρισης. Γλυκόλαλα πουλιά μέσα στη συντριβή. Ένα σύμβολο θανάτου σε ρίζες λεμονιάς… Γιατί ακούω παντού σήμαντρα παραμυθιών;).
«Ένα βιβλίο για τις γενιές που έρχονται, για τις πληγές των μικρών λαών, για το δικαίωμα να είσαι άνθρωπος μέσα σε δική σου πατρίδα».
Πόλεμος ίσον θρηνωδία των πληγιασμένων, διωγμοί των αθώων, εξευτελισμοί των μικρών, όσων δεν απόκαμαν να γυρεύουν ψωμί, όνειρο και λεύτερη πατρίδα. Αυτή η ισοδυναμία τονίζεται εμφατικά. Ένα βιβλίο για το αδυσώπητο της πολιτικής, για την τραγικότητα του ατόμου μέσα στους παντοειδείς εξουσιαστικούς μηχανισμούς. Ένα έργο που ευαισθητοποιεί, διαφωτίζει ιστορικά, συγκινεί και τέρπει. Ένα μυθιστόρημα έξοχο για το λογοτεχνικό και πολιτικό του έρμα.